ἐνσωμάτῳ

ἐνσωμάτῳ
ἐνσώματος
corporeal
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενσωμάτωση — η (AM ἐνσωμάτωσις) [ενσωματώ] η ενσάρκωση νεοελλ. συνένωση στοιχείων με άλλα ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα …   Dictionary of Greek

  • ενσωματώνω — (AM ἐνσωματῶ, όω) [σωματώ] ενσαρκώνω, αποτελώ την υλική υπόσταση ή το υπόδειγμα μιας έννοιας, αξίας κ.λπ. νεοελλ. συνενώνω ή παρεμβάλλω στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα ή ένα οργανικό σύνολο …   Dictionary of Greek

  • ενσώματος — η, ο (AM ἐνσώματος, ον) [ενσωματώ] 1. αυτός που έχει σώμα, ένσαρκος νεοελλ. φρ. «ενσώματο πράγμα» κάθε περιουσιακό στοιχείο που έχει συγκεκριμένη υπόσταση, που είναι υπαρκτό ως πράγμα …   Dictionary of Greek

  • μετενσωματώνω — (Α μετενσωματῶ, όω) 1. μετενσαρκώνω, μετεμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐνσωματῶ «δίνω σώμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”